- χρυσοκεντίστρα
- ηβλ. χρυσοκεντητής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρυσοκεντητής — ο θηλ. χρυσοκεντήτρια και χρυσοκεντήτρα και χρυσοκεντίστρα αυτός που κεντάει υφάσματα ή φορέματα με χρυσά πετράδια ή νήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)